Εδώ και μερικά χρόνια έχει ανοίξει νομοθετικά ο δρόμος σε εισαγωγή διδάκτρων για μεταπτυχιακές σπουδές στη χώρα μας. Με την απόφαση 2411/2012 το Συμβούλιο της Επικρατείας σε Ολομέλεια έχει δεχθεί ως συνταγματικά επιτρεπτή την επιβολή διδάκτρων ειδικά για μεταπτυχιακές σπουδές, σε ρητή αντιδιαστολή προς τις προπτυχιακές. Εντούτοις, η απόφαση αυτή διέλαβε ότι: «δεν δύναται όμως (η Διοίκηση) να καθορίσει δίδακτρα σε τέτοιο ύψος, ώστε να καθίσταται αδύνατη ή δυσχερής η συμμετοχή σε ΠΜΣ φοιτητών περιορισμένης οικονομικής δυνατότητας».

Παρ' όλα αυτά, παραμένουν στο ακέραιο οι λόγοι της αντίθεσης σε παρόμοια δυνατότητα των ελληνικών ΑΕΙ και ΤΕΙ. Ας εξετάσουμε γιατί.

Α Σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 16§ 4 του Συντάγματος: «όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια». Η ανώτατη παιδεία χρηματοδοτείται πρωτίστως από το Κράτος (άρθ. 16§5). Αλλά το Κράτος, προκειμένου να χρηματοδοτεί, μεταξύ άλλων, τη δημόσια παιδεία, αντλεί πόρους από το σύνολο των φορολογουμένων πολιτών (άρθ. 4§5 Συντ.) και όχι μονάχα από τους πλουσιότερους εξ αυτών.

Παρά ταύτα, με την επιβολή διδάκτρων για μεταπτυχιακές σπουδές, μικρό μέρος μόνο των φορολογουμένων θα έχει πραγματικά την οικονομική δυνατότητα να καταβάλλει δίδακτρα για μεταπτυχιακές σπουδές των παιδιών του. Κατ' ουσίαν θα πρόκειται κατ' εξοχήν για οικογένειες με υψηλότερο ετήσιο εισόδημα.

Τούτο όμως ισοδυναμεί με ένα εν τοις πράγμασιν προνόμιο των ευπορότερων κοινωνικών στρωμάτων έναντι της υπόλοιπης κοινωνίας. Εν προκειμένω, συνεπώς, παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητας και συνάμα απομειώνεται το δικαίωμα για δωρεάν πρόσβαση όλων των Ελλήνων σε όλες τις βαθμίδες όπου παρέχεται δημόσια εκπαίδευση.

Εάν επιβληθούν δίδακτρα στον μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών, τότε εν πολλοίς θα καταστεί ανέφικτη πλέον η πρόσβαση σε μεταπτυχιακές σπουδές για νέους που θα προέρχονται από τα πολυπληθή κοινωνικά στρώματα των οικονομικά ασθενεστέρων. Ακόμη χειρότερα, μέσω του συστήματος δημόσιας φορολογίας, οι οικογένειες του φτωχότερου τμήματος της κοινωνίας κατ' αποτέλεσμα θα χρηματοδοτούν εμμέσως τις μεταπτυχιακές σπουδές νέων που θα προέρχονται από τα ευπορότερα στρώματα της κοινωνίας!

Η αιτία είναι ευεξήγητη. Μεταπτυχιακές σπουδές με δίδακτρα θα εξακολουθήουν να παρέχονται με τη χρήση δημόσιων εκπαιδευτικών υποδομών και με εντατική απασχόληση δημόσιων λειτουργών. Αλλά η χρηματοδότηση αυτών έχει καταστεί εφικτή επί σειρά δεκαετιών χάρη στη διαγενεακή συμβολή όλων των Ελλήνων στα δημόσια βάρη, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικά ασθενέστερων πολιτών. Κατά συνέπεια θα έπρεπε και αυτών επίσης τα τέκνα να έχουν ευχερή πρόσβαση σε μόρφωση μεταπτυχιακής περιωπής, όπως και σε εκπόνηση διδακτορικής διατριβής ακολούθως.

ΒΕπι πλέον όμως αυτού του επιχειρήματος αρχής (principle), θα ήταν ακόμη περισσότερο ανάλγητη η επιλογή να υιοθετηθούν δίδακτρα σε περίοδο οξύτατης και πολυετούς κοινωνικής κρίσης. Κατ' αρχάς, ας μη διαφεύγει ότι η δυνατότητα διδάκτρων για μεταπτυχιακές σπουδές καθιερώθηκε σε εποχή πριν από τη ραγδαία εξελισσόμενη ύφεση της ελληνικής οικονομίας. Σημειωτέον ότι σύμφωνα με οικονομικούς υπολογισμούς, κατά την τετραετία (2010-2014) η ελληνική κοινωνία σε ποσοστό 96% έχει δει να μειώνεται το καθαρό οικογενειακό εισόδημά της από λίγο έως πάρα πολύ.

Έτσι, όμως, η προκύπτουσα αδικία εξ αιτίας ανισότιμης μεταχείρισης γίνεται πασίδηλη εις βάρος της μεγάλης πλειονότητας της κοινωνίας. Οικογένειες που στενάζουν ανάμεσα στην αβάσταχτη έλλειψη πόρων και σε ανάγκες τους που μένουν ανικανοποίητες πώς θα καταφέρνουν στο εξής να παράσχουν στα παιδιά τους μόρφωση μεταπτυχιακή με δίδακτρα; Ανάμεσα σε πολλά άλλα, το κοινωνικό αγαθό της δημόσιας εκπαίδευσης και το αντίστοιχο κοινωνικό δικαίωμα των ανθρώπων τσαλακώνεται αγρίως στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό.

Υπάρχει όμως τουλάχιστον ένα ακόμη επιχείρημα, που ενισχύει την κατ' αρχήν απόκρουση διδάκτρων για μεταπτυχιακές σπουδές. Ωστόσο, αυτό σχεδόν ποτέ δεν ακούγεται στον δημόσιο διάλογο. Το φοιτητικό κοινό που ενδιαφέρεται για μεταπτυχιακή μόρφωση είναι ηλικίας 23 ετών και άνω. Εάν καθιερώναμε δίδακτρα, τότε θα ήταν σαν να ζητάμε από τους πιθανούς υποψηφίους να συνεχίσουν να είναι οικονομικά εξαρτημένοι από την οικογένειά τους. Διότι βέβαια, δίχως οικονομική παροχή από το οικογενειακό εισόδημα, οι περισσότεροι από αυτούς δεν θα ήταν σε θέση να πραγματοποιήσουν μεταπτυχιακές σπουδές.

Εκτιμώ ότι στο σημείο αυτό ξεπηδά και δεύτερη εστία κοινωνικής αδικίας. Μόνο που αυτή είναι λιγότερο εμφανής, επειδή δεν είναι ακριβώς ταξικά προσδιορισμένη. Απεναντίας, καταλαμβάνει όλους τους ενδιαφερόμενους για μεταπτυχιακές σπουδές, ανεξάρτητα από το εισοδηματικό επίπεδο των γονιών τους.

Κοινωνική αδικία ξεπηδά εδώ, υπό το κριτικό πρίσμα να έχουν όλοι οι νέοι άνθρωποι τη δυνατότητα να απεξαρτηθούν από το οικογενειακό περιβάλλον και εισόδημα. Η πολυτιμότατη «αρχή του κοινωνικού κράτους» στον 20ό αιώνα αντιμετώπισε διεθνώς το αίτημα αυτό με βάση την «αρχή της καθολικότητας» των κοινωνικών δικαιωμάτων. Πιστεύω, λοιπόν, ότι ηθικοπολιτικά επιβάλλεται με τρόπο καθολικό η παροχή δωρεάν παιδείας ακόμη και σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Ανεξάρτητα από τις οικονομικές δυνάμεις της οικογένειας από την οποία προέρχεται καθένας φοιτητής ή φοιτήτρια.

Δίδακτρα θα ήταν ίσως ανεκτό να προβλέπονται –μονάχα και κατ' εξαίρεση– σε ορισμένα μεταπτυχιακά προγράμματα με προσανατολισμό καθαρώς εφαρμοσμένο, τα οποία θα απευθύνονταν κυρίως σε επαγγελματίες. Εξυπακούεται όμως ότι ακόμη και σ' αυτή την περίπτωση τα δίδακτρα θα έπρεπε να είναι τόσο χαμηλά, ώστε να μπορούν να τα παρακολουθούν νέοι επαγγελματίες με πολύ χαμηλό εισόδημα. Υπό τις παρούσες συνθήκες, δίδακτρα ύψους άνω των 1.000 ευρώ σε δημόσια ΑΕΙ και ΤΕΙ δίχως αμφιβολία καταντούν απαγορευτικά για τη μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού.

Απεναντίας, δεν είναι καθόλου ορθό να ζητούνται δίδακτρα για τα συνηθέστερα και περισσότερα μεταπτυχιακά προγράμματα ακαδημαϊκού επιπέδου, που απευθύνονται σε νέους επιστήμονες και ερευνητές. Αυτό απάδει εντελώς στην αποστολή του δημόσιου Πανεπιστημίου, πόσο μάλλον σε «κοινωνικό κράτος δικαίου» (άρθ. 25§1 Συντ.).

Στη χειρότερη περίπτωση θα ήταν οριακά ανεκτό να ορισθεί απλώς κάποιο –συμβολικό, κατά προτίμηση– τέλος εγγραφής σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Αυτό όμως αρμόζει να έχει μόνον ανταποδοτικό χαρακτήρα. Δηλαδή να στοχεύει όχι σε επιμίσθιο υπέρ των διδασκόντων, αλλά π.χ. σε οικονομική στήριξη της Βιβλιοθήκης καθενός Τμήματος, γραμματειακή υποστήριξη των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, αναλώσιμα υλικά κ.λπ. Εάν τα δημόσια οικονομικά της χώρας ήταν στοιχειωδώς καλά, ελπίζω ότι θα είμασταν αντίθετοι ακόμη και στην ιδέα ενός απλού τέλους εγγραφής.

Όλοι αντιλαμβανόμαστε τη δεινή οικονομική θέση, στην οποία και οι πανεπιστημιακοί, όπως οι άλλοι μισθωτοί, έχουμε περιέλθει εξ αιτίας της βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης. Αλλά αυτό διόλου δεν δικαιολογεί να ολισθήσουμε σε γενική κατάφαση των διδάκτρων για μεταπτυχιακά, με την ελπίδα οι διδάσκοντες σε ΠΜΣ να εξασφαλίσουν κάποια οικονομική απολαβή από αυτή την πηγή.

avgi.gr